Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωτοβολώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωτοβολώ [fotovoló] Ρ10.9α μππ. φωτοβολημένος : εκπέμπω ζωηρό, πλούσιο, άπλετο φως, ακτινοβολώ, λάμπω.

[λόγ. < μσν. φωτοβολώ < φωτο- 1 + -βολώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go