Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωταγωγώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωταγωγώ [fotaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : φωτίζω ένα χώρο, ένα κτίριο κτλ. με πολλά φώτα, με άπλετο φωτισμό (συνήθ. σε εορταστικές περιπτώσεις): H πόλη / η βίλα ήταν φωταγωγημένη. Tο κάστρο / το πλοίο είναι φωταγωγημένο. Ο δήμος φωταγώγησε την πόλη κατά την επέτειο της απελευθέρωσής της.

[λόγ. < ελνστ. φωταγωγῶ `οδηγώ με φως΄ σημδ. γαλλ. illuminer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go