Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωνασκώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωνασκώ [fonaskó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μιλώ, συζητώ με ενοχλητικά δυνατή φωνή: Διαπληκτίζονται και φωνασκούν.

[λόγ. < αρχ. φωνασκῶ `ασκούμαι στην απαγγελία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go