Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωλιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωλιάζω [folázo] Ρ2.1α μππ. φωλιασμένος : 1. (για πτηνά, έντομα και ζώα) μένω σε φωλιά, κατασκευάζω φωλιά για να μείνω: Οι πέρδικες φωλιάζουν στα χαμόκλαδα. 2. (μτφ. κυρ. για συναισθήματα) βρίσκω πρόσφορο χώρο, καταφύγιο και εγκαθίσταμαι: Ο φόβος / το μίσος / η ελπίδα φώλιασε στην ψυχή της.

[φωλ(ιά) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go