Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυλλομετρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλλομετρώ [filometró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : διατρέχω γρήγορα τα φύλλα ενός βιβλίου, ενός περιοδικού κτλ. ψάχνοντας κτ. ή διαβάζοντας πού και πού κάποιες περικοπές· ξεφυλλίζω: Περνούσα ώρες φυλλομετρώντας παλιά περιοδικά.

[λόγ. φύλλ(ον) -ο- + μετρώ απόδ. γαλλ. feuilleter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go