Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυγοπονώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγοπονώ [fiγoponó] Ρ10.9α : (λόγ.) έχω την τάση να αποφεύγω ενέργειες ή δραστηριότητες που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· τεμπελιάζω. ANT φιλοπονώ.

[λόγ. < ελνστ. φυγοπονῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go