Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυγομαχώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγομαχώ [fiγοmaxó] Ρ10.9α : αποφεύγω να δώσω μάχη και γενικότερα να αγωνιστώ, να κάνω ενέργειες ή προσπάθειες που εμπεριέχουν σύγκρουση με πρόσωπα, με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.: Ο υπουργός φυγομάχησε και δεν απάντησε στις προκλήσεις και στις επιθέσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης.

[λόγ. < ελνστ. φυγομαχῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go