Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυγοδικώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγοδικώ [fiγoδikó] Ρ10.9α : (νομ.) αποφεύγω σκόπιμα να δικαστώ, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ γι΄ αυτό που κατηγορούμαι.

[λόγ. < αρχ. φυγοδικῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go