Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτωχαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχαίνω [ftoxéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κπ. φτωχό ή γίνομαι φτωχός (στις σημ. 1, 2). 2. (μτφ.) περιορίζω, μειώνω τον πλούτο, την ποικιλία, την επάρκεια: Είναι αλήθεια ότι το λεξιλόγιο των σημερινών νέων έχει φτωχύνει σημαντικά;

[φτωχ(ός) -αίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go