Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτυαρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτυαρίζω [ftxarízo] -ομαι Ρ2.1 : μετατοπίζω, μεταφέρω και σπανιότερα μαζεύω ή ανακατεύω με το φτυάρι διάφορα υλικά: ~ το χώμα / την άμμο / το χιόνι / τη λάσπη. Tο χώμα πέτρωσε και δε φτυαρίζεται εύκολα.

[φτυάρ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go