Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτηναίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτηναίνω [ftinéno] & φθηναίνω [fθinéno] Ρ7.4α : ANT ακριβαίνω. 1α. (στο γ' πρόσ.) πέφτει, κατεβαίνει η τιμή μου, γίνομαι φθηνότερος: Φτήνυ νε ο καφές. Φτήνυναν τα φρούτα. β. κάνω κτ. φτηνότερο, κατεβάζω την τιμή του: Ο ανταγωνισμός ανάγκασε τους επιχειρηματίες να φτηνύνουν τα προϊόντα τους. 2. (μτφ.) χάνω σε ποιότητα, σε αξία, υποβαθμίζομαι.

[φτην(ός) -αίνω· λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go