Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φρονιμεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρονιμεύω [fronimévo] Ρ5.2α : γίνομαι φρόνιμος: Kοίτα να φρονιμέψεις και να λογικευτείς. Tο παιδί, όταν μεγαλώσει, θα φρονιμέψει.

[μσν. φρονιμεύω ενεργ. < ελνστ. φρονιμεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go