Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρονιμεύω [fronimévo] Ρ5.2α : γίνομαι φρόνιμος: Kοίτα να φρονιμέψεις και να λογικευτείς. Tο παιδί, όταν μεγαλώσει, θα φρονιμέψει.
[μσν. φρονιμεύω ενεργ. < ελνστ. φρονιμεύομαι]