Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φρικιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρικιάζω [frikázo] Ρ2.1α : (προφ.) αισθάνομαι φρίκη, ανατριχιάζω.

[λόγ. < ελνστ. φρικι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φρικιασ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go