Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρακάρω [frakáro] -ομαι Ρ6 : 1. έρχομαι, είμαι σε μια θέση που δε μου επιτρέπει την κίνηση, τη μετακίνηση, ακινητοποιούμαι (εξαιτίας στριμώγματος, σφηνώματος κτλ.): Εκατοντάδες αυτοκίνητα έχουν φρακάρει στην εθνική οδό. Tο συρτάρι / η πόρτα φράκαρε και δεν ανοίγει. Ο δρόμος έχει φρακάρει / είναι φρακαρισμένος, δεν επιτρέπει την κίνηση των οχημάτων, είναι κλεισμένος από ακινητοποιημένα οχήματα. || (σπάν.) ακινητοποιώ, εμποδίζω κπ. ή κτ. να κινηθεί. 2. (μτφ.) ανακόπτεται, σταματάει (προσωρινά) η ομαλή ροή της σκέψης μου: Φράκαρε το μυαλό μου.
[βεν. fracar `πιέζω΄ -ω]