Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγκεύω [frangévo] Ρ5.2α : (παρωχ.) ασπάζομαι τον καθολικισμό, γίνομαι καθολικός: Aπαρνήθηκε την ορθοδοξία και φράγκεψε. || προσηλυτίζω κπ. στον καθολικισμό.
[Φράγκ(ος) -εύω]