Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φοροκλέπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοροκλέπτω [foroklépto] Ρ αόρ. φοροέκλεψα, απαρέμφ. φοροκλέψει : κάνω φοροκλοπή.

[λόγ. φορο(κλοπή) + κλέπτω κατά το σχ.: κλοπή - κλέπτω (δες στο κλέβω) (η σύνθ. είναι έξω από τους κανόνες της ελλην.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go