Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φοιτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοιτώ [fitó] Ρ10.1α : παρακολουθώ συστηματικά τα μαθήματα σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Φοίτησε στη Nομική σχολή. Δεν προβιβάζονται όσοι φοιτούν ελλιπώς.

[λόγ. < αρχ. φοιτῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go