Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φοβερίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοβερίζω [foverízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχειρώ να προκαλέσω φόβο σε κπ., να κάνω κπ. να φοβηθεί· εκφοβίζω: Mην το φοβερίζεις το παιδί.

[ελνστ. φοβερίζω `τρομοκρατώ΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go