Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φλομώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλομώνω [flomóno] Ρ1α μππ. φλομωμένος : 1α. γεμίζω αποπνικτικά ένα χώρο με καπνό: Mας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου! β. γεμίζω αποπνικτικά ένα χώρο με βαριά, δυσάρεστη οσμή: Mας φλόμωσε με το άρωμά της. 2. (μτφ.) γεμίζω, πνίγω, ζαλίζω κπ. με μεγάλη, υπερβολική ποσότητα από κτ.: Mας έχει φλομώσει στο ψέμα. Φλομώσαμε από υποσχέσεις.

[μσν. φλομώνω < φλόμ(ος) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go