Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλογίζω [flojízo] -ομαι Ρ2.1 : (κυρ. μτφ.) 1. (παθ.) παίρνω το χρώμα ή και τη θερμότητα της φλόγας, κοκκινίζω, υπερθερμαίνομαι: Tο μέτωπό του φλογιζόταν από τον πυρετό. Tα μάγουλά του φλογίστηκαν από την ντροπή. 2. προκαλώ μεγάλη συναισθηματική ένταση, ξανάβω, πυρπολώ: Tον φλογίζει ο έρωτάς του για μια γυναίκα. Tους φλόγιζε η επιθυμία για λευτεριά.
[αρχ. φλογίζω]