Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φισκάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φισκάρω [fiskáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) γεμίζω υπερβολικά ένα χώρο, έτσι που να μη χωράει τίποτε άλλο· καργάρω: Tο λεωφορείο / το μαγαζί είναι φισκα ρισμένο (από κόσμο). || είμαι υπερβολικά γεμάτος από κτ.

[φίσκ(α) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go