Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλτράρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλτράρω [filtráro] -ομαι Ρ6 : 1. περνώ κτ. μέσα από φίλτρο 1: Tο χρησιμοποιημένο νερό φιλτράρεται και επιστρέφει καθαρό. Φιλτραρισμένος αέρας / καφές. Kατασκευάστηκε φωτογραφικό φιλμ που φιλτράρει τις υπεριώδεις ακτίνες. 2. (μτφ.) περνώ κτ. από διαδικασία ελέγχου, επιλογής, το απαλλάσσω από ξένα, περιττά, ανεπιθύμητα κτλ. συστατικά ή χαρακτηριστικά: H τραγωδία του Ευριπίδη παρουσιάστηκε φιλτραρισμένη από την προσωπική ευαισθησία του σκηνοθέτη.

[ιταλ. filtrar(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go