Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλολογώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλολογώ [filoloγó] Ρ10.9α : ασχολούμαι (κυρ. ερασιτεχνικά) με τη φιλολογία.

[λόγ. < ελνστ. φιλολογῶ `αγαπώ τις σπουδές΄ κατά τη σημ. της λ. φιλολογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλολογών -ούσα -ούν [filoloγón] Ε12β : (λόγ.) που ασχολείται (κυρ. ερασιτεχνικά) με τη φιλολογία: Φιλολογούντες κύκλοι. || (ως ουσ.): Στη συζήτηση για τη γλώσσα παρεμβλήθηκαν και αρκετοί φιλολογούντες.

[λόγ. μεε. του φιλολογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go