Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλολογίζω [filolojízo] Ρ2.1α : ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φιλολογία.
[λόγ. φιλολογ(ία) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλολογίζων -ουσα -ον [filolojízon] Ε12 : (λόγ.) που ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φιλολογία: Φιλολογίζοντες κύκλοι. || (ειρ.): Φιλολογίζουσες κυρίες.
[λόγ. μεε. του φιλολογίζω]