Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοδωρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοδωρώ [filoδoró] Ρ10.9α : 1. (παρωχ.) δίνω φιλοδώρημα σε κπ. 2. (κυρ. μτφ., ειρ.) χειροδικώ εναντίον κάποιου: Mε φιλοδώρησε μ΄ ένα χαστούκι.

[λόγ. < μσν. φιλοδωρώ < αρχ. φιλόδωρ(ος) `που δίνει δώρα΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go