Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοδοξώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοδοξώ [filoδοksó] Ρ10.9α : διακατέχομαι από φιλοδοξία: Φιλοδοξεί να κυβερνήσει / να αναδειχτεί κοινωνικά / να κατακτήσει το πρωτάθλη μα.

[λόγ. < αρχ. φιλοδοξῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go