Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φενακίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φενακίζω [fenakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εξαπατώ, παραπλανώ κπ. με κολακείες, δόλο, ψέματα ή με απατηλές υποσχέσεις.

[λόγ. < αρχ. φενακίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go