Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φεγγίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φεγγίζω [fenízo & feízo] Ρ2.1α (στο γ' πρόσ.) : (για πργ.) 1. εκπέμπω λιγοστό φως, φωτίζω αμυδρά: Στο βάθος φεγγίζει ένα μικρό φωτάκι. 2. επιτρέπω να περνάει μια (μικρή) ποσότητα φωτός: Tο ύφασμα / το φόρεμα είναι λεπτό και φεγγίζει.

[μσν. φεγγίζω < φέγγ(ος) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go