Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φείδομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φείδομαι [fíδome] Ρ αόρ. φείστηκα, απαρέμφ. φειστεί : (λόγ., πάντα με άρνηση) χρησιμοποιώ κτ. μετρημένα και συνετά· υπολογίζω, λογαριάζω. ANT σπαταλώ. α. (ιδ. για χρήματα) ξοδεύω, καταναλίσκω κτ. με μέτρο και οικονομία: Δε φείδεται χρημάτων / δαπανών προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. β. (για κόπους, προσπάθειες κτλ.): Δε φείστηκε κόπων / θυσιών προκειμένου να φέρει σε πέρας το έργο του, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. ΦΡ χρόνου φείδου, μην αφήνεις το χρόνο να περνάει άσκοπα, μη σπαταλάς το χρόνο σου.

[λόγ. < αρχ. φείδομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go