Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φατριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φατριάζω [fatriázo] Ρ2.1α : ανήκω σε φατρία, δρω στα πλαίσιά της.

[λόγ. < αρχ. φρατριάζω `ανήκω σε αδελφότητα΄ (ελνστ. φατριάζω, σημ.: `συνωμοτώ΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία & σημδ. αγγλ. clan]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go