Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαντάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντάζω [fandázo] Ρ2.3α : (προφ.) προκαλώ εντύπωση, δημιουργώ αίσθηση με την (επιβλητική, εντυπωσιακή) όψη, εμφάνισή μου: Φάνταζε μέσα στην ακριβή / πολυτελή φορεσιά της. Φάνταζε σαν πριγκιπέσα.

[αρχ. φαντάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go