Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαλτσάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλτσάρω [faltsáro] Ρ6α : 1. (για τραγουδιστή ή μουσικό) κάνω σφάλμα κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού: H τραγουδίστρια φαλτσάρει αγρίως. 2. εκτρέπομαι από την κανονική πορεία: H μπάλα φαλτσάρισε και κατέληξε στα δίχτυα. 3. (μτφ., προφ.) κάνω μια άστοχη, λαθεμένη πράξη, ενέργεια.

[φάλτσ(ο) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go