Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαλιρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλιρίζω [falirízo] Ρ2.1α & φαλίρω [falíro] Ρ6α μππ. φαλιρισμένος : (οικ.) χρεοκοπώ, πτωχεύω: Φαλίρισε η επιχείρηση. Φαλιρισμένο μαγαζί.

[ιταλ. fallir(e) και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. φαλιρισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go