Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαιδρύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαιδρύνω [feδríno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) 1. προξενώ ευθυμία, χαρά, χαροποιώ. 2. προκαλώ θυμηδία.

[λόγ. < αρχ. φαιδρύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go