Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαγουρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαγουρίζω [faγurízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : νιώθω ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό στο δέρμα: Mε φαγουρίζει το αυτί / η μύτη / η παλάμη / η πλάτη μου, με τρώει.

[φαγούρ(α) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go