Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποστυλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποστυλώνω [ipostilóno] -ομαι Ρ1 : αντιστηρίζω προσωρινά με υποστυλώματα μια κατασκευή· τοποθετώ πρόχειρα υποστυλώματα.

[λόγ. < ελνστ. ὑποστυλ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go