Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποπίπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποπίπτω [ipopípto] Ρ αόρ. υπέπεσα, απαρέμφ. υποπέσει : (λόγ.) πέφτω, συνήθ. στις εκφορές ~ σε σφάλμα, σφάλλω. ~ σε αμάρτημα, αμαρτάνω. ΦΡ υποπίπτει κτ. στην αντίληψή* μου.

[λόγ. < αρχ. ὑποπίπτω `πέφτω κάτω΄ (οι χρήσεις ελνστ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go