Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποβοηθώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβοηθώ [ipovoiθó] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : προσφέρω επικουρική βοήθεια, προσθέτω και τη δική μου συνδρομή για να γίνει κτ., διευκολύνω: Συνθήκες που υποβοηθούν την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων.

[λόγ. < μσν. υποβοηθώ < υπο- βοηθώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go