Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπαναχωρώ [ipanaxoró] Ρ10.9α : επιστρέφω σε μια παλαιότερη θέση, άποψη κτλ., αναιρώντας κτ. το οποίο είχα υποσχεθεί ή κτ. για το οποίο είχα δεσμευτεί. || (νομ.) αθετώ μονομερώς μια συμφωνία.
[λόγ. < αρχ. ὑπαναχωρῶ `υποχωρώ σιγά΄ σημδ. αγγλ. go back ή γαλλ. revenir]