Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπαναχωρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαναχωρώ [ipanaxoró] Ρ10.9α : επιστρέφω σε μια παλαιότερη θέση, άποψη κτλ., αναιρώντας κτ. το οποίο είχα υποσχεθεί ή κτ. για το οποίο είχα δεσμευτεί. || (νομ.) αθετώ μονομερώς μια συμφωνία.

[λόγ. < αρχ. ὑπαναχωρῶ `υποχωρώ σιγά΄ σημδ. αγγλ. go back ή γαλλ. revenir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go