Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υγροποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υγροποιώ [iγropió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω ένα στερεό ή αέριο σώμα σε υγρό: Yγροποιημένο αέριο. Οι υδρατμοί υγροποιούνται στις ψυχρές περιοχές της ατμόσφαιρας και γίνονται βροχή.

[λόγ. < ελνστ. ὑγροποιῶ `νοτίζω΄ σημδ. γαλλ. liquéfier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go