Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυρβάζω [tirvázo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : μόνο στην έκφραση μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, για κπ. που ασχολείται με πολλά συγχρόνως και παραμελεί το κύριο έργο του.
[λόγ. < αρχ. τυρβάζω (η φρ. από την Κ.Δ.: Mάρθα, Mάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζFη περί πολλά)]