Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσουρουφλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουρουφλίζω [tsuruflízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. καίω κτ. στις άκρες ή στην επιφάνειά του: Tσουρουφλίστηκαν από τη φωτιά τα μαλλιά μου / τα κλαδιά των δέντρων. || Mας τσουρούφλισε ο ήλιος, μας έκαψε πολύ. 2. (μτφ., οικ., συνήθ. παθ.) αντιμετωπίζω μια μακροχρόνια ταλαιπωρία· τσιτσιρίζομαι2.

[ηχομιμ.(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go