Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιτσιδώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσιδώνω [tsitsiδóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) βγάζω από κπ. όλα τα ρούχα που φοράει, τον γυμνώνω εντελώς: Tον τσιτσίδωσαν για να τον ψάξουν. Tσιτσιδώθηκε και έπεσε στη θάλασσα.

[τσίτσιδ(ος) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go