Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιμεντάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντάρω [tsimendáro] -ομαι Ρ6 : καλύπτω μια επιφάνεια ή κλείνω ένα άνοιγμα με τσιμέντο: ~ την αυλή / τους αρμούς / τις ρωγμές.

[τσιμέντ(ο) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go