Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσικνίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσικνίζω [tsiknízo] Ρ2.1α μππ. τσικνισμένος : αφήνω το φαγητό στη φωτιά να καεί, με αποτέλεσμα να μυρίσει τσίκνα: Tσίκνισες το φαΐ και δεν τρώγεται. Mυρίζει τσικνισμένο γάλα. || για κτ. που καίγεται και μυρίζει τσίκνα: Tσίκνισε το φαγητό.

[τσίκν(α) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go