Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιγκουνεύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγκουνεύομαι [tsiŋgunévome] Ρ5.2β : 1. φέρομαι σαν τσιγκούνης: Tσιγκουνεύεται ν΄ αγοράσει καινούρια παπούτσια, κι ας έχει τόσα λεφτά. Ξοδεύει πολλά για τα παιδιά του και δεν τσιγκουνεύεται σε τίποτε. 2. (μτφ., οικ.) είμαι φειδωλός σε κτ.: Ο δάσκαλός μας τσιγκουνεύεται το άριστα. Δεν τσιγκουνεύεται τους επαίνους / την αγάπη της.

[τσιγκούν(ης) -εύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go