Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκουνεύομαι [tsiŋgunévome] Ρ5.2β : 1. φέρομαι σαν τσιγκούνης: Tσιγκουνεύεται ν΄ αγοράσει καινούρια παπούτσια, κι ας έχει τόσα λεφτά. Ξοδεύει πολλά για τα παιδιά του και δεν τσιγκουνεύεται σε τίποτε. 2. (μτφ., οικ.) είμαι φειδωλός σε κτ.: Ο δάσκαλός μας τσιγκουνεύεται το άριστα. Δεν τσιγκουνεύεται τους επαίνους / την αγάπη της.
[τσιγκούν(ης) -εύομαι]