Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσεκάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκάρω [tsekáro] -ομαι Ρ6 : κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι.

[αγγλ. check -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go