Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσεκάρω [tsekáro] -ομαι Ρ6 : κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι.
[αγγλ. check -άρω]