Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαλαπατώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαλαπατώ [tsalapató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) 1. πατώ κτ. ή κπ. με τα πόδια με βίαιες, επανειλημμένες και ακανόνιστες κινήσεις: Tα παιδιά παίζοντας τσαλαπατούν τα λουλούδια. Στριμώχτηκαν και τσαλαπατήθηκαν μέσα στο συνωστισμό. 2. (μτφ.) εξευτελίζω: Tσαλαπάτησε κάθε ιδέα δικαιοσύνης.

[μσν. τσαλαπατώ ίσως < άτσαλα + πατώ με αποβ. του αρχικού [a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ats > nats > na-ts] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go