Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσακώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακώνω [tsakóno] Ρ1α : 1. (οικ.) πιάνω κπ. την ώρα που κάνει κτ. απαγορευμένο: Tον τσάκωσε η αστυνομία να κλέβει. Aν σε τσακώσω, χάθηκες. 2. (λαϊκ., για υλικό κέρδος) παίρνω, βάζω στο χέρι: Kατάφερε να τσακώσει την κληρονομιά.

[μσν. τσακώνω ίσως < τσακ `την τελευταία στιγμή΄ -ώνω (σύγκρ. τσακίζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go