Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχοπεδώ [troxopeδó] Ρ10.9α : 1. (λόγ.) φρενάρω, κυρίως για όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές. 2. (μτφ., σπάν.) εμποδίζω μια εξέλιξη· φρενάρω.
[λόγ.: 1: τροχοπέδ(η) -ώ· 2: κατά τη σημ. της λ. τροχοπέδη2]